έκχυση λάβας — Η εκροή λάβας πάνω στην επιφάνεια της Γης. Η έ.λ. συνοδεύεται από εκρήξεις και εκτινάξεις μικρών και μεγάλων κομματιών στερεής λάβας και αποτελεί μία από τις μορφές, με τις οποίες εκδηλώνεται η ηφαιστειακή δραστηριότητα. Η λάβα μετά την έκχυση… … Dictionary of Greek
ἐκχύση — ἔκχυσις outflow fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκχύσῃ — ἐκχύσηι , ἔκχυσις outflow fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηφαίστειο — Στην πιο απλή του έκφραση, το η. είναι μια σχισμή του φλοιού της Γης που επικοινωνεί με μια βαθιά μαγματική ζώνη. Υπό ορισμένες συνθήκες η σχισμή αυτή επιτρέπει την έξοδο ρευστού ή στερεού υλικού υψηλής θερμοκρασίας. Συνήθως ένα μέρος του υλικού… … Dictionary of Greek
έκχυμα — το (AM ἔκχυμα) αυτό που χύθηκε, έκχυση, χύσιμο («αἵματος ἔκχυσις» αιματοχυσία) μσν. μτφ. ξεχείλισμα («ἔκχυμα ψυχῆς» η έκχυση τής ψυχής προς τα έξω, το ξεχείλισμα τής ψυχής) … Dictionary of Greek
αιμορραγία — Η έξοδος του αίματος από τα αγγεία που το περιέχουν. Μπορεί να οφείλεται σε τραυματικές βλάβες ή σε παθήσεις που προκαλούν αλλοίωση στα τοιχώματα των αγγείων. Μερικές φορές η τοπική αιτία παραμένει άγνωστη, γιατί το αγγείο που έχει θιγεί… … Dictionary of Greek
ανάχυση — η (Α ἀνάχυσις) νεοελλ. 1. (Φυσ.) έκχυση ατμού προς τα επάνω, «εκτόνωση» 2. αναδρομή της πλημμυρίδας στους ποταμούς, (αλλ.) μασκαρέ αρχ. 1. έκχυση, ξεχείλισμα 2. υπερχείληση, πλημμύρα 3. μτφ. αύξηση, εξάπλωση 4. λιμνοθάλασσα … Dictionary of Greek
διάχυση — Η έκχυση, η διασκόρπιση αλλά και η φθορά· η χαλάρωση ή η εύθυμη εκδήλωση. (Ιατρ.) Τεχνική για την αφαίρεση ουσιών από το αίμα με χρήση μιας μεμβράνης, μέσω της οποίας διέρχονται οι διάφορες ουσίες με διαφορετικούς ρυθμούς. Η διαδικασία… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αιμάτωμα — Η συλλογή αίματος μέσα σε μια μη προσχηματισμένη κοιλότητα των ιστών. Οφείλεται στην έκχυση μεγάλης ποσότητας αίματος από ένα αγγείο. Τα περισσότερα α. απορροφούνται αυτόματα. Χειρουργικά πρέπει να αντιμετωπίζονται μόνο όσα είναι επικίνδυνα λόγω… … Dictionary of Greek